ογκυλούμαι

ογκυλούμαι
ὀγκυλοῡμαι, -όομαι (Α)
βλ. ογκύλλομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ογκύλλομαι — ὀγκύλλομαι και ὀγκυλοῡμαι, όομαι (Α) 1. διογκώνομαι, εξογκώνομαι, πρήζομαι 2. μτφ. επαίρομαι, υπερηφανεύομαι («ὠγκυλωμένος υπερήφανος», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκυλον (πρβλ. αγκύλος: αγκύλλω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”